φιλοίκειος

φιλοίκειος
φιλοίκειος
loving one's relations
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοίκειος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους οικείους του, τους συγγενείς του 2. (για διαθέσεις και αισθήματα) αυτός που φανερώνει αγάπη για τους συγγενείς 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοίκειον η αγάπη για τους συγγενείς 4. (το ουδ. ως κύριο όν.) Φιλοίκειον τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • φιλοίκειον — φιλοίκειος loving one s relations masc/fem acc sg φιλοίκειος loving one s relations neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοικειότατος — φιλοίκειος loving one s relations masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοικείου — φιλοίκειος loving one s relations masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοικείους — φιλοίκειος loving one s relations masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοικείων — φιλοίκειος loving one s relations masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοικείῳ — φιλοίκειος loving one s relations masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοΐδιος — ον, Μ φιλοίκειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἴδιος (Ι) «οικείος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοικειότης — ἡ, Α [φιλοίκειος] η ανάπτυξη καλών σχέσεων με τους συγγενείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”